- πύρωθρον
- πύρωθρον, τό,= πύρεθρον, Ps.-Dsc.3.73.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πύρωθρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρωθρον — τὸ, Α το πύρεθρο(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρῶ (II) «πυρακτώνω, θερμαίνω» + κατάλ. θρον* (πρβλ. ζύγω θρον, καρκίνω θρον)] … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek